τομέας

τομέας
Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και του αντίστοιχου τόξου. Το εμβαδόν τ. επίκεντρης γωνίας α σε κύκλο με ακτίνα τ. είναι: πτ2α/360. Σφαιρικός τ. είναι το μέρος της σφαίρας που προκύπτει από την περιστροφή του κυκλικού τ. με άξονα τη διάμετρο που τον διχοτομεί. Ο σχηματιζόμενος κώνος έχει την κορυφή του στο κέντρο της σφαίρας και τέμνει την επιφάνειά της σε ένα μικρό κύκλο, η σφαιρική επιφάνεια του οποίου αποτελεί τη βάση του κώνου.
* * *
ο / τομεύς, -έως, Α·1. (γενικά) αυτός που τέμνει, που κόβει
2. κοφτερό εργαλείο υποδηματοποιού, κν. φαλτσέτα
3. συν. στον πληθ. οι τομείς
(ενν. οδόντες) οι κοπτήρες
4. φρ. α) «κυκλικός τομέας»
μαθημ. τμήμα κύκλου που ορίζεται από ένα τόξο τής περιφέρειάς του και από δύο ακτίνες που καταλήγουν στα άκρα τού τόξου
β) «σφαιρικός τομέας»
μαθημ. το τμήμα τής σφαίρας που προκύπτει από την περιστροφή ενός κυκλικού τομέα γύρω από μία διάμετρο, η οποία, όμως, δεν τόν τέμνει
νεοελλ.
1. μαθημ. επίπεδη επιφάνεια που περιορίζεται από δύο τεμνόμενα ευθύγραμμα τμήματα και από ένα τόξο καμπύλης
2. καθένα από τα τμήματα στα οποία υποδιαιρείται ένα έργο για τη διευκόλυνση τής διεξαγωγής του ή μια υπηρεσία για την ευχερέστερη λειτουργία της («εργάζεται στον τομέα δημοσίων σχέσεων»)
3. πεδίο έρευνας ή, γενικότερα, δραστηριότητας («ασχολείται με τον οικονομικό τομέα»)
4. στρ. εδαφική έκταση αμυντικά οργανωμένη («ο δυτικός τομέας είναι πολύ καλά οχυρωμένος»)
5. ναυτ. τμήμα θαλάσσιας επιφάνειας που φωτίζεται με φως διαφορετικό από το φως τού φάρου ως ένδειξη ότι αποτελεί πλόιμο πόρο
6. (μυκητ.) ένα σαφώς καθορισμένο τμήμα μιας in vitro αποικίας ενός μύκητα, το οποίο διαφέρει από την υπόλοιπη αποικία στα χρώμα, στην ταχύτητα ανάπτυξης, στην παραγωγή σπορίων
αρχ.
1. τομεῑον*
2. η κόψη μαχαιριού
3. φρ. α) «τομεὺς ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ»
μαθ. επιφάνεια που περικλείεται ανάμεσα σε δύο κύκλους και έναν άλλο που τούς τέμνει κατά ορθές γωνίες πάπ.
β) «τομεὺς στερεός» — ο σφαιρικός τομέας (Αρχιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή / τόμος + κατάλ. -έας/ -εύς (πρβλ. ιππ-έας / ἱππ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τομέας — ο 1. ένα από τα τέσσερα μπροστινά δόντια κάθε σαγονιού. 2. τμήμα διαιρεμένης έκτασης ή έργου: Τομέας δημόσιων σχέσεων. 3. αμυντικά οργανωμένη εδαφική έκταση. 4. πλεύσιμο τμήμα θάλασσας. 5. (μαθημ.), «κυκλικός τομέας», τμήμα κύκλου μεταξύ δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τομέας — τομέᾱς , τομεύς one that cuts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλογραφία — Τομέας της μεταλλουργίας, ο οποίος μελετά τη δομή των μετάλλων και των κραμάτων με μικροσκοπική κυρίως ανάλυση. Αυτός ο τύπος ανάλυσης έχει υποκαταστήσει τελείως άλλες φυσικές και χημικές μεθόδους (προσδιορισμό της θερμοηλεκτρικής ισχύος, της… …   Dictionary of Greek

  • παραψυχολογία — Τομέας ερευνών που μελετά κυρίως τις μορφές ευαισθησίας, οι οποίες εξασφαλίζουν τρόπους λήψης της πληροφορίας που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με τη λειτουργία των γνωστών αισθητηρίων οργάνων, και τις αντίστοιχες μορφές επίδρασης μιας… …   Dictionary of Greek

  • υδρογεωλογία — Τομέας της γεωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των υπόγειων νερών, την ανεύρεση, την κίνηση, την άντλησή τους κλπ. Η υ. είναι σχετικά νέα επιστήμη, αναπτύχθηκε από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ανεμολογία — Τομέας της μετεωρολογίας που εξετάζει τμήματα της ατμόσφαιρας που δεν έχουν σχέση με τη λιθόσφαιρα και την υδρόσφαιρα …   Dictionary of Greek

  • Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”